- καυτό νερό
- врела вода
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αθέρμιστος — η, ο [θερμίζω] 1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν 2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει 3. (για… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
καρμίνιο ή καρμίνη — Κόκκινη χρωστική που παράγεται από το αποξηραμένο σώμα άπτερων θηλυκών εντόμων του είδους κοχινίλη, το οποίο ζει πάνω σε διάφορους κάκτους. Είναι οργανική ένωση –άλας του καρμινικού οξέος με αλουμίνιο και ασβέστιο– και λαμβάνεται από τα έντομα… … Dictionary of Greek
αζεμάτιστος — η, ο [ζεματίζω] 1. (κυρίως για φαγητά) αυτός που δεν ζεματίστηκε, δεν περιχύθηκε με καυτό νερό, λάδι ή βούτυρο 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βαριά ποινή, πρόστιμο, φορολογία ή εισφορά («κανείς δεν έμεινε αζεμάτιστος από τον έρανο») … Dictionary of Greek
ζέμα — ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) [ζέω] αφέψημα, ρόφημα μσν. ζεστό, καυτό νερό αρχ. 1. ζύμωση 2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία 3. βράσιμο … Dictionary of Greek
ζυθόγλευκος — το σακχαρώδες υγρό που παρασκευάζεται με κατεργασία τής βύνης με καυτό νερό και με ζύμωση μετατρέπεται σε μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + γλεύκος, το «μούστος»] … Dictionary of Greek
Αιναρία — Αρχαία ονομασία ηφαιστειογενούς νησιού του Τυρρηνικού πελάγους. Το σημερινό του όνομα είναι Ίσκια. Κατά την παράδοση, ο Τύφων, κρυμμένος σε μια σπηλιά του όρους Επωμεύς, ξερνούσε κάθε τόσο φωτιά και καπνούς, καυτό νερό και πυρακτωμένες πέτρες, με … Dictionary of Greek
θεοκρισία ή θεοδικία — Αποδεικτικό μέσο, στο πρωτόγονο δίκαιο, που συνδεόταν με την πίστη ότι η κατάλληλη δοκιμασία του κατηγορούμενου είναι δυνατό να προκαλέσει την ορατή απάντηση των υπερφυσικών όντων σχετικά με το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής του. Η θ.… … Dictionary of Greek
καυτός — ή, ό θερμός, ζεματιστός: Έπεσε καυτό νερό πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek